-
1 κόκκος
κόκκος, ὁ, 1) der Kern der Baumfrüchte, bes. des Granatapfels; H. h. Cer. 373. 412; Her. 4, 143; oft bei Medic., bes. κόκκος κνίδειος. – 2) die Scharlachbeere, coccus tinctorius, mit der scharlachroth gefärbt wird, u. ὴ κόκκος, die Scharlacheiche, an welcher die Beeren sitzen, auch πρῖνος genannt, Theophr., Diosc.; – τὸν Τιϑύμαλλον ἐρυϑρότερον κόκκου περιπατοῦντ' ἔσϑ' ὁρᾶν Dromo bei Ath. VI, 240 d. – Bei den Aerzten. = Pillen, vgl. κοκκίς. – Bei Strat. 64 (XII, 222), τῇ χερὶ τοὺς κόκκους ἐπαφώμενος, die Testikeln. – Auch die harzigen Zapfen mancher Bäume, z. B. der Schwarzpappel.
-
2 κόκκος
κόκκος, ὁ, (1) der Kern der Baumfrüchte, bes. des Granatapfels. (2) die Scharlachbeere, coccus tinctorius, mit der scharlachrot gefärbt wird, u. ὴ κόκκος, die Scharlacheiche, an welcher die Beeren sitzen, auch πρῖνος genannt. Bei den Ärzten. = Pillen; τῇ χερὶ τοὺς κόκκους ἐπαφώμενος, die Testikeln. Auch die harzigen Zapfen mancher Bäume, z. B. der Schwarzpappel -
3 σκληρό-κοκκος
σκληρό-κοκκος, hartkernig, ῥοαί Antiphan. bei Ath. XIV, 650 e.
-
4 τρί-κοκκος
τρί-κοκκος, mit drei Körnern, Beeren, Diosc.
-
5 μυρσινό-κοκκος
μυρσινό-κοκκος, ὁ, Myrthenbeere, Sp.
-
6 κνιδό-κοκκος
κνιδό-κοκκος, ὁ, dasselbe, Alex. Trall.
-
7 καλλί-κοκκος
καλλί-κοκκος, schönkernig, Theophr.
-
8 δαφνό-κοκκος
δαφνό-κοκκος, ὁ, und - κοκκον, τό, Lorbeere, Medic.
-
9 δί-κοκκος
δί-κοκκος, mit zwei Kernen.
-
10 μονό-κοκκος
μονό-κοκκος, einkernig, Sp.
-
11 ἡδύ-κοκκος
ἡδύ-κοκκος, mit süßem Kern, Sp.
-
12 κνίδιος
κνίδιος κόκκος, ὁ, u. κνιδό-κοκκος, ὁ, Beere des Strauches ϑυμελαία, als starkes Abführungsmittel gebrauch -
13 πρῖνος
πρῖνος, ἡ, die immergrüne Eiche, Steineiche, ilex; Hes. O. 438; Ar. Ran. 858; Theocr. 5, 95; – auch die Stecheiche, ilex aquifolium; Theophr.; πρίνοιο ἀκάνϑαις, Arat. Dios. 390; – u. die Scharlacheiche, welche die Scharlachbeeren, κόκκος trägt, Theophr.; dah. πρίνου ἄνϑος, die Scharlachfarbe, Plut. Thes. 17, aus Simonid. (wo vulg. πρῑνός als gen.)
-
14 κνιδ-έλαιον
κνιδ-έλαιον, τό, Oel aus κνίδιος κόκκος bereitet, Diosc.
-
15 κνίδιος
-
16 κοκκωτή
-
17 κοκκίς
-
18 κοκκίον
-
19 μίσχος
μίσχος, ὁ, auch μίσκος, 1) Blatt- u. Fruchtstiel, pediculus, Hesych. u. Theophr., ᾧ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ φύλλον καὶ ὁ καρπός. – Dah. Hesych. ὁ παρὰ φύλλῳ κόκκος. – 2) ein Werkzeug zum Graben in Thessalien; Theophr.; Artemid. 2, 24, zw.
-
20 θυμ-ελαία
θυμ-ελαία, ἡ, ein Strauch, dessen Beeren, κόκκος Κνίδειος, stark abführen, Diosc.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κόκκος — grain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκος — grain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek
Κόκκος, Δημήτριος — (Ανδρίτσαινα 1856 – Αθήνα 1891). Λογοτέχνης. Ανήκε στη γενιά του 1880, που οδήγησε την ελληνική ποίηση πέρα από τον –παρωχημένο τότε– ρομαντισμό των Σούτσων και του Αχιλλέα Παράσχου. Δημοσίευσε ποιήματά του στη σατιρική εφημερίδα του Βλάση… … Dictionary of Greek
Κόκκος, Ιάκωβος — (Βενετία ; – 1453). Ναυτικός. Έδρασε ως πλοίαρχος γαλέρας κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Στις 2 Δεκεμβρίου 1452 κατόρθωσε να διασπάσει με δόλο τον αποκλεισμό του τουρκικού στόλου, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και… … Dictionary of Greek
Κόκκος, Φραγκίσκος — (16ος αι.). Λόγιος. Καταγόταν από τη Νάξο. Μετά τις σπουδές του στο Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου δίδαξε για ορισμένο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και υπηρέτησε στα… … Dictionary of Greek
κόκκος — ο 1.σπυρί, κουκί, σπόρος: Οι κόκκοι σταριού που πέφτουν στο χωράφι δίνουν πολλαπλάσιους καρπούς. 2. κάθε μικρός σφαιροειδής όγκος: Οι κόκκοι της άμμου είναι αμέτρητοι. 3. ελάχιστη ποσότητα: Δεν έχει κόκκο μυαλού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κόκκοι — Κόκκος grain masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκοι — κόκκος grain masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόκκοις — Κόκκος grain masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκοις — κόκκος grain masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)